- προδιασκέπτομαι,
- προ-δια-σκέπτομαι, u. προ-δια-σκοπέω, vorher genau untersuchen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προδιασκέπτομαι — Α μελετώ, εξετάζω κάτι προσεκτικά προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διασκέπτομαι «μελετώ, εξετάζω διεξοδικά»] … Dictionary of Greek
προδιασκοπώ — έω, Α προδιασκέπτομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διασκοπῶ «παρατηρώ, εξετάζω, μελετώ»] … Dictionary of Greek